- υπουθατιος
- ὑπουθάτιοςὑπ-ουθάτιος2(ᾰ) сосущий грудь
(μόσχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μόσχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπουθάτιος — ία, ον, Α ὑπομάζιος*. αυτός που θηλάζει ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐθάτιος «αυτός που αναφέρεται στον μαστό» (< οὖθαρ, ατος «μαστός»)] … Dictionary of Greek
υπουθατίας — ὁ, Α ὑπουθάτιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. ίας (πρβλ. ἐξωμ ίας)] … Dictionary of Greek
ὑπουθατίαν — ὑπουθατίᾱν , ὑπουθάτιος fem acc sg (attic doric aeolic) ὑπουθατίᾱν , ὑπουθατίας under the udder masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὑπουθατίας under the udder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)